θύννος

θύννος
θύννος, ,
A tunny-fish, Orac. ap. Hdt.1.62, A.Pers.424, Arist.HA 571a12, al., Ath.7.301e sqq.;

θηρεύειν θύννον Phld.Rh.1.251S.

(The connexion with θύνω, suggested by the line

θύννοι μὲν θύνοντες, ἐν ἰχθύσιν ἔξοχοι ὁρμήν Opp.H.1.181

, is dub.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θύννος — tunny fish masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύννος — Άλλη ονομασία του ψαριού τόνος (βλ. λ.), της ποικιλίας μαγιάτικο. Από την ονομασία του προέρχεται η λέξη θυννείο, που σημαίνει θαλάσσιο χώρο κοντά σε ακτή, με ρηχά νερά, που είναι περιφραγμένος με δίχτυα για το ψάρεμα κυρίως θ. * * * ο (ΑΜ θύννος …   Dictionary of Greek

  • θύννος — ο είδος ψαριού, ο τόνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θύννοι — θύννος tunny fish masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύννοιο — θύννος tunny fish masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύννοις — θύννος tunny fish masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύννοισι — θύννος tunny fish masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύννον — θύννος tunny fish masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύννου — θύννος tunny fish masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύννους — θύννος tunny fish masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύννων — θύννος tunny fish masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”